ασβολώδης

ασβολώδης
ης, ες
1) закопчённый; покрытый сажей, копотью; 2) чёрный как сажа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ασβολώδης" в других словарях:

  • ἀσβολώδης — sooty masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀσβολώδης sooty masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀσβολώδης sooty masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασβολώδης — ες (AM ἀσβολώδης, ες) [άσβολος] 1. αυτός που είναι μαύρος σαν την καπνιά 2. ο γεμάτος καπνιά …   Dictionary of Greek

  • ἀσβολώδει — ἀσβολώδης sooty masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσβολώδης sooty masc/fem/neut dat sg ἀσβολώδεϊ , ἀσβολώδης sooty dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσβολῶδες — ἀσβολώδης sooty masc/fem voc sg ἀσβολώδης sooty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασβόλη — η (AM ἀσβόλη, η Α και ἄσβολος, η, ο) η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς νεοελλ. η συμφορά, η δυστυχία μσν. το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά αρχ. η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»